φιλοθέατος

φιλοθέατος
-ον, Μ
αυτός που αποτελεί ευχάριστο θέαμα για τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + θεατός (< θεῶμαι), πρβλ. ἀξιο-θέατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”